- φεσώνω
- φέσωσα, φεσώθηκα, φεσωμένος1. βάζω στο κεφάλι κάποιου φέσι: Οι Τούρκοι φέσωναν τα παιδιά τους από μικρά.2. μτφ., μεθάω κάποιον: Η ρετσίνα τους φέσωσε.3. μτφ., δημιουργώ ανεξόφλητο χρέος: Τον φέσωσαν οι πελάτες του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.