φεσώνω

φεσώνω
φέσωσα, φεσώθηκα, φεσωμένος
1. βάζω στο κεφάλι κάποιου φέσι: Οι Τούρκοι φέσωναν τα παιδιά τους από μικρά.
2. μτφ., μεθάω κάποιον: Η ρετσίνα τους φέσωσε.
3. μτφ., δημιουργώ ανεξόφλητο χρέος: Τον φέσωσαν οι πελάτες του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φεσώνω — φεσώνω, φέσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φεσωμένος — η, ο, Ν 1. φεσάς, φεσοφόρος 2. μτφ. χρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ ωμένος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”